- ἐξαπλωμένος
- ἐξᾱπλωμένος , ἐκ-ἁπλόωmake singleperf part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
εξαπλώνομαι — εξαπλώνομαι, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: εξαπλώνομαι : στα λεξικά απαντάται και ο τύπος της ενεργητικής φωνής εξαπλώνω (→ εκτείνω, ανοίγω), ο οποίος δε συνηθίζεται … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαπλώνω — εξάπλωσα, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος, μτβ., επεκτείνω, διαδίνω, μεταδίνω: Η αγγλική γλώσσα είναι πολύ εξαπλωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)